προκατέσφαζον

προκατέσφαζον
πρό-κατασφάζω
slaughter
imperf ind act 3rd pl
πρό-κατασφάζω
slaughter
imperf ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προκατασφάζω — Α κατασφάζω εκ τών προτέρων («τὰ τέκνα προκατέσφαζον», Αππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασφάζω «σφάζω με αγριότητα, κατακρεουργώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”